-
1 συμμαχικά
συμμαχικόςof: neut nom /voc /acc plσυμμαχικά̱, συμμαχικόςof: fem nom /voc /acc dualσυμμαχικά̱, συμμαχικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ξυμμαχικάς
συμμαχικά̱ς, συμμαχικόςof: fem acc pl -
3 συμμαχικάς
συμμαχικά̱ς, συμμαχικόςof: fem acc pl -
4 διακινέω
A move slightly,ἄρθρον Hp.Art.9
:—[voice] Pass., to be put in motion, move, Hdt.3.108, Hp.Art.30; of mincing gait, Ar.V. 688, Luc.Merc.Cond.16.2 throw into disorder, confound,τὰ πεπραγμένα Th.5.25
; agitate,τὰ συμμαχικά Plu.CG10
;τὴν γνώμην Philostr. VA2.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακινέω
-
5 συμμαχικός
A of or for alliance, θεοὶ ξ. the gods invoked at the making of an alliance, Th.3.58; σ. αἵρεσις, νόμος, etc., Plb.9.23.7, Plu.CG5, etc.; [full] Σ. [ λόγος] of Isoc.,= de Pace, Arist.Rh. 1418a32.II τὸ συμμαχικόν the allies, allied forces, Hdt.6.9, 9.106, Ar.Ec. 193, Th.3.91, 4.77; τὰ ς. the forces of the alliance, X.Cyr.3.3.12.2 -κόν, τό, treaty of alliance, Th.5.6; funds of the alliance, συντελεῖν εἰς τὸ ς. Arist.Ath.39.2.III Adv. - κῶς like an ally, Isoc.4.104, 8.134, Plb.15.24.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμαχικός
См. также в других словарях:
συμμαχικά — συμμαχικός of neut nom/voc/acc pl συμμαχικά̱ , συμμαχικός of fem nom/voc/acc dual συμμαχικά̱ , συμμαχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμαχικάς — συμμαχικά̱ς , συμμαχικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικάς — συμμαχικά̱ς , συμμαχικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικός — ή, ό / συμμαχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, ή, όν, Α [σύμμαχος / συμμαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία 2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα» αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από… … Dictionary of Greek
Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… … Dictionary of Greek
ριμινίτης — ο, Ν Έλληνας στρατιωτικός που συμμετέσχε στις μάχες τις οποίες έδωσαν τα συμμαχικά στρατεύματα τον Σεπτέμβριο τού 1944 εναντίον τών γερμανικών δυνάμεων στο Ρίμινι τής Ιταλίας … Dictionary of Greek
σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek
Αιτωλική Συμπολιτεία — Οι πόλεις της αρχαίας Αιτωλίας Καλυδών, Πλευρών, Ώλενος, Χαλκίς, Πυλήνη, Κωνώπη, Λυσιμάχεια, Τριχώνιον, Φύταιον, Στράτος, Αγρίνιον, Θέρμος και άλλες μικρότερες, συγκροτούσαν το Κοινόν της Αιτωλίας. Η Α.Σ. δεν πήρε μέρος στους Περσικούς πολέμους,… … Dictionary of Greek
Αλαμέιν — (Al Alamein). Τοποθεσία και πολύ μικρός οικισμός στη βόρεια Αίγυπτο, 104 χλμ. δυτικά της Αλεξάνδρειας. Λέγεται και ελ Α. Εκεί, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η 8η βρετανική στρατιά, με διοικητή τον στρατηγό Μπ. Μοντγκόμερι,… … Dictionary of Greek
Αρδένες — (Ardennes).Ορεινή περιοχή (περ. 10.000 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ευρώπης, η οποία εκτείνεται κατά ένα μέρος στο έδαφος του ομώνυμου γαλλικού νομού (5.230 τ. χλμ. 290.100 κάτ. το 1999), αλλά κατά το μεγαλύτερο τμήμα της στο νοτιοανατολικό Βέλγιο… … Dictionary of Greek